- φτιαξιά
- φτιάση, φτιασιά см. φτειάσιμο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτιάξη — φτιάξη, η και φτιαξιά, η και φκιάξη, η η φτιάση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)